Σικανία — Σῑκανίᾱ , Σικανία a Sicanian fem nom/voc/acc dual Σῑκανίᾱ , Σικανία a Sicanian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικανίᾳ — Σῑκανίαι , Σικανία a Sicanian fem nom/voc pl Σῑκανίᾱͅ , Σικανία a Sicanian fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικανικός — ή, ό / σικανικός, ή, όν, ΝΑ [Σικανία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σικανία, δηλαδή στη Σικελία, ο σικελικός … Dictionary of Greek
Σικανίας — Σῑκανίᾱς , Σικανία a Sicanian fem acc pl Σῑκανίᾱς , Σικανία a Sicanian fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Сицилия — один из больших островов Средиземного моря, часть Итальянского королевства; от материка отделяется Мессинским проливом. Площадь С. 25540 кв. км, жителей в 1897 г. 3525853, в том числе крестьянского населения ок. 2 млн. 7 провинций: Кальтанизетта … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
СИЦИЛИЯ — • Sicilĭa, η̉ Σικελία, также Sicania, Σικανία, по 3 мысам, которые придают острову форму четырехугольника, названная Τρινακρία (= гомеровской Θρινακίη?), У римских поэтов (Horat. Sat. 2, 6, 55) Triquetra самый большой и значительный… … Реальный словарь классических древностей
Σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… … Dictionary of Greek
Σικανίαν — Σῑκανίᾱν , Σικανία a Sicanian fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικανίη — Σῑκανίη , Σικανία a Sicanian fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικανίην — Σῑκανίην , Σικανία a Sicanian fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)